κουβαριάζω — κουβαριάζω, κουβάριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουβαριάζω — κουβάριασα, κουβαριάστηκα, κουβαριασμένος 1. τυλίγω νήμα σε κουβάρι. 2. κουλουριάζω, συσπειρώνω. 3. εξαπατώ κάποιον, τον τυλίγω: Τον κουβάριασε η κατεργάρα το γιατρό. 4. το μέσ., κουβαριάζομαι μαζεύομαι, κουλουριάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουβάριαστος — η, ο αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι «ακουβάριαστο μαλλί». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω] … Dictionary of Greek
κουβάριασμα — το [κουβαριάζω] 1. τύλιγμα, μάζεμα σε κουβάρι 2. τύλιγμα σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλάκωμα («το κουβάριασμα τού βιβλίου») … Dictionary of Greek
κουβαριαστός — ή, ό [κουβαριάζω] τυλιγμένος σε κουβάρι, κουβαριασμένος … Dictionary of Greek
μόθος — μόθος, ὁ (Α) 1. ταραχή πολέμου 2. (γενικά) συμπλοκή, μάχη 3. (για άλογο) θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μόθος θα μπορούσε να συνδεθεί με άλλους ΙΕ τύπους (πρβλ. αρχ. σλαβ. motati se «ερεθίζομαι, διεγείρομαι», ρωσ. motati «εξαφανίζω,… … Dictionary of Greek
ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] … Dictionary of Greek
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek
συσπειρώνω — συσπειρῶ, όω, ΝΑ 1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπειροῦμαι (< σπεῖρα)] … Dictionary of Greek
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek